ΔΥΟ ΜΟΝΟΙ

.
.
.
.
.
.
.
.



νυχτες της αγρυπνιας, μαστοδοντα κρεμονται απ τα κεφαλια,
δυο μονοι αλληλοσπαρασονται, 
γεματο οξυ αλμυρο κοιταγμα, 
ματαιωθηκαν τα φορεματα στα ματια , γεννημενοι να πεφτουμε, 
δυο μονοι αγκαλιαζονται, 
υποθετικες ωρες , μερες , απλωτες στιγμες , 
χαμογελα συνεχη πανω σε γεφυρακια πετρινα,
αγωνια λειψη σκυβει να φιλησει τη γη, 
καρποι προδοσιας ωριμαζουν, 
καινο μενος ,καιομενος, καμμενος εν τελει στη φοδρα του πρωινου ,
φλεγομενος αστερισμος ,νοητος σαν ψυχη,
τακτοποιεις τα δακρυα με λιγο φοβο, 
αλλα παντως τα δακρυα τακτοποιουνται,
τα δακρυα ανασταινονται ,τα δακρυα ανασαινουν, 
οχι λογος , οχι αντιλογος , μοναχα ακινητη δραση, 
το σπιτι του β οροφου καηκε ,
γεμισε καπνους ο φωταγωγος με τα παιδικα παιχνιδια, 
εξαρσεις αυταναφλεξης θα πεις, το αντιμετωπιζεις με φλεγμα , 
η ταφη ησυχη , μελωδικη,
τρεμεις πως καποια στιγμη δεν θ απομεινουν παρα μονο φθογγοι, 
και μετα βογγητα και μετα ανανηψη στην παχνη, 
δυο μονοι απομακρυνονται,
σκηνοθετουν το επομενο ανταμωμα , 
μπορει ναναι στην πλατη , στο στερνο, στο μετωπο , 
ναχουν κοινο ποδι μπορει

.
.
.

.
.
.
..
.
.
.
.
.
.
.
.